γραμματικοσυνθέτης

γραμματικοσυνθέτης
ο
συντάκτης εγχειριδίου γραμματικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματική + συνθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στον Αδάμ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”